- καυλοκινάρα
- καυλο-κῐνάρα, ἡ,A artichoke stem, Gp.20.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυλοκινάρα — καυλοκινάρα, ἡ (Α) ο βλαστός τής αγκινάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + κινάρα «αγκινάρα». Προσδιοριστικό σύνθ. με προσδιοριστικό στοιχείο το β συνθετικό (πρβλ. πονο κέφαλος)] … Dictionary of Greek
καυλοκινάρας — καυλοκινάρᾱς , καυλοκινάρα artichoke stem fem acc pl καυλοκινάρᾱς , καυλοκινάρα artichoke stem fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek